Γλώσσα:

Γλωσσάριο

Γνωρίζετε την ορολογία που χρησιμοποιείται σε αυτήν την ιστοσελίδα;

Εάν όχι, ρίξτε μια ματιά στο χρήσιμο γλωσσάριό μας που περιέχει τους βασικότερους χρησιμοποιούμενους όρους και συντομογραφίες.

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

C

CEFR: ακρωνύμιο για το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες, μια κατευθυντήρια γραμμή που αναπτύχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα επιτεύγματα μαθητών ξένων γλωσσών. Περιλαμβάνει έξι επίπεδα αναφοράς (A1, A2, B1, B2, Γ1, Γ2), τα οποία είναι ευρέως αποδεκτά ως το ευρωπαϊκό πρότυπο για την κατάταξη της γλωσσικής επάρκειας ενός ατόμου.

E

ELT: ακρωνύμιο που σημαίνει «Διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας» (English Language Teaching)

ESOL: ακρωνύμιο που σημαίνει «Αγγλικά ως ξένη γλώσσα» (English for Speakers of Other Languages), μια εξέταση αγγλικής γλώσσας για άτομα που δεν έχουν ως μητρική την αγγλική, οι οποίοι επιθυμούν να πιστοποιήσουν τις γλωσσικές τους ικανότητες σε ένα ορισμένο επίπεδο προκειμένου να εξελίξουν τη σταδιοδρομία τους ή/και για να συνεχίσουν τις ακαδημαϊκές τους σπουδές.

Α

Αίτηση για έγκριση: η διαδικασία που ακολουθεί ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα (π.χ. ένα Κέντρο Ξένων Γλωσσών, ένα σχολείο, ένα Πανεπιστήμιο) για να γίνει Εγκεκριμένο Εξεταστικό Κέντρο LanguageCert και να διοργανώνει τις εξετάσεις του.

Αναγνώριση: η αποδοχή της εγκυρότητας του πιστοποιητικού από ένα συγκεκριμένο ακαδημαϊκό ίδρυμα ή/και εργοδότη για συγκεκριμένο σκοπό.

Αξιολόγηση: τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται στις εξετάσεις, ο οποίος αναφέρεται στη διόρθωση και τη βαθμολόγηση των γραπτών και των ηχογραφημένων προφορικών εξετάσεων.

Δ

Δείγματα γραπτών ασκήσεων: βαθμολογημένα γραπτά που επιτρέπουν στους καθηγητές ή/και στους μαθητές να εξοικειωθούν με τις απαιτήσεις των γραπτών εξετάσεων και τα κριτήρια βαθμολόγησης.

Διαχειριστής Συνομιλίας (Interlocutor): καθηγητής ξένων γλωσσών ο οποίος διεξάγει τις προφορικές εξετάσεις σε ένα Eγκεκριμένο Eξεταστικό Kέντρο LanguageCert και πραγματοποιεί μια συγκεκριμένη συνομιλία με τον υποψήφιο. Ο διαχειριστής συνομιλίας δεν εξετάζει ούτε αξιολογεί την απόδοση του υποψηφίου.

E

Εγχειρίδιο Πιστοποίησης: ολοκληρωμένο έγγραφο σχετικά με το περιεχόμενο των εξετάσεων, το οποίο χρησιμεύει επίσης ως βοήθημα για τη διαδικασία προετοιμασίας για τις εξετάσεις. Περιέχει πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγηση και την περιγραφή των θεμάτων και των γλωσσικών κατηγοριών που εξετάζονται κατά τη διάρκεια της εξέτασης.

Εκπαίδευση διαχειριστή συνομιλίας (Interlocutor): η εκπαίδευση που παρέχεται από την LanguageCert στους διαχειριστές συνομιλίας των κέντρων γλωσσομάθειας με τα οποία συνεργάζεται. Η εκπαίδευση έχει σκοπό να εξασφαλίσει ότι οι διαχειριστές συνομιλίας που διεξάγουν τις προφορικές εξετάσεις στα εξεταστικά κέντρα μπορούν με βεβαιότητα να βοηθήσουν τους υποψηφίους να αποδώσουν με τον καλύτερο τρόπο, χωρίς να διακυβεύσουν την αντικειμενικότητα της διαδικασίας εξετάσεων.

Επιτήρηση (Invigilation): η διαδικασία εποπτείας της συμμόρφωσης με τους κανονισμούς εξετάσεων της LanguageCert κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. Αναφέρεται επίσης ως «proctoring».

Επιτήρηση (Proctoring): διαδικασία ελέγχου της συμμόρφωσης με τους κανονισμούς εξετάσεων LanguageCert κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. Αναφέρεται επίσης ως «invigilation».

Επιτηρητής (Invigilator): το άτομο που έχει διοριστεί από το εξεταστικό κέντρο για να εποπτεύει τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς εξετάσεων της LanguageCert κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. Αναφέρεται επίσης ως «proctor».

Επιτηρητής (Proctor): το άτομο που έχει διοριστεί από το εξεταστικό κέντρο για να εποπτεύει τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς εξετάσεων LanguageCert κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. Αναφέρεται επίσης ως «invigilator».

Επόπτης Ποιότητας: άτομο που έχει εκπαιδευτεί και διοριστεί από την LanguageCertCert, ο ρόλος του οποίου είναι να εγκρίνει ένα εξεταστικό κέντρο ως κατάλληλο για τη διεξαγωγή των εξετάσεων LanguageCert και να διενεργεί δειγματοληπτικούς ελέγχους στα εξεταστικά κέντρα κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης.

Κ

Κατόπιν αιτήματος: αναφέρεται στις εξετάσεις LanguageCert που μπορούν να διεξαχθούν σε οποιαδήποτε ημερομηνία ζητηθεί από το εγκεκριμένο εξεταστικό κέντρο LanguageCert, εφόσον δεν υπάρχουν προκαθορισμένες ημερομηνίες εξετάσεων στην περιοχή του εγκεκριμένου εξεταστικού κέντρου και οι αιτούμενες εξετάσεις έχουν εγκριθεί από την LanguageCert.

Κέντρο / Εξεταστικό Κέντρο (εγκεκριμένο): εκπαιδευτικό ίδρυμα εγκεκριμένο από την LanguageCert για τη διεξαγωγή εξετάσεων/τη χορήγηση των πιστοποιήσεών της.

Ο

Οι τέσσερις δεξιότητες: δεξιότητες που εξετάζονται στις ενότητες Listening (Κατανόηση προφορικού λόγου), Reading (Κατανόηση γραπτού λόγου), Writing (Παραγωγή γραπτού λόγου)και Speaking (Παραγωγή προφορικού λόγου), οι οποίες είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική επικοινωνία στην καθημερινή ζωή και αξιολογούνται με τυποποιημένες εξετάσεις γλωσσομάθειας.

Π

Περιγραφικοί δείκτες CEFR: το σύνολο κριτηρίων που καθορίζουν τις γλωσσικές ικανότητες για καθένα από τα έξι επίπεδα (από το A1 έως το Γ2) του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις Γλώσσες (CEFR)· οι πτυχές ως προς τη γνώση της ξένης γλώσσας που υποδεικνύουν το επίπεδο γλωσσομάθειας που έχει αποκτήσει ένας συγκεκριμένος μαθητής.

Πιστοποίηση: αναγνωρισμένο πιστοποιητικό, που αποκτάται μετά την παρακολούθηση ενός προγράμματος σπουδών και μετά από εξέταση, το οποίο παρέχει στον κάτοχο του πιστοποιητικού ένα σύνολο πλεονεκτημάτων (π.χ. επαγγελματική εξέλιξη, ακαδημαϊκή ανάπτυξη κ.λπ.).

Πλήρως εναρμονισμένες με το CEFR: χαρακτηρισμός διεθνών εξετάσεων γλωσσομάθειας που συμμορφώνονται πλήρως με το CEFR.

Τ

Τεστ Πρακτικής Άσκησης: μια σειρά από ασκήσεις που προσομοιώνουν την πραγματική εξέταση και συνήθως χρησιμοποιούνται ως πολύτιμο εργαλείο προετοιμασίας για τις εξετάσεις.

Υ

Υπεύθυνος Εξεταστικού Κέντρου (ΕΚ): άτομο που έχει διοριστεί από το εγκεκριμένο εξεταστικό κέντρο LanguageCert και είναι υπεύθυνο για τη διεκπεραίωση των διοικητικών εργασιών που σχετίζονται με τις εξετάσεις LanguageCert (π.χ. εξετάσεις, διορισμός επιτηρητών κ.λπ.).

Υποψήφιος: μαθητής που υποβάλλεται ή προετοιμάζεται για να υποβληθεί σε εξετάσεις.

Φ

Φορέας Πιστοποίησης: οργανισμός υπεύθυνος για την ανάπτυξη, τη διανομή, τη διασφάλιση της ποιότητας και την αναγνώριση από τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα των πιστοποιήσεων/εξετάσεων που διεξάγει.